- καταπρόσωπα
- καταπρόσωπα και καταπρόσωπο επίρρ., κατάμουτρα: Του τα 'πα καταπρόσωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπρόσωπα — και καταπρόσωπο (Μ καταπρόσωπον και καταπρόσωπα) επίρρ. 1. ενώπιον κάποιου, παρουσία κάποιου 2. κατά μέτωπο, κατάμουτρα νεοελλ. με παρρησία μσν. 1. εναντίον κάποιου 2. αντίθετα σε κάτι, παραβαίνοντας κάτι 3. απέναντι από κάποιον ή κάτι 4.… … Dictionary of Greek
καταπρόσωπον — (Μ) βλ. καταπρόσωπα … Dictionary of Greek